παρασκηνιακά

παρασκηνιακά
επίρρ. τροπ., κρυφά, έμμεσα, πλάγια: Κινήθηκε παρασκηνιακά για να πετύχει την επαφή των δύο πολιτικών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μικροπολιτικός — ή, ό (Α μικροπολιτικός, ή, όν) [μικροπολίτης] νεοελλ. 1. αυτός που ασκεί μικροπολιτική ή που προέρχεται από μικροπολιτική 2. το θηλ. ως ουσ. η μικροπολιτική α) η αναγωγή ασήμαντων θεμάτων σε πρωτεύοντα και η ασχολία τού πολιτικού με μικρά… …   Dictionary of Greek

  • παρακοινοβούλιο — το ομάδα πολιτικών προσώπων τα οποία δρουν παρασκηνιακά και υπονομεύουν το έργο τού κοινοβουλίου …   Dictionary of Greek

  • Αντόρνο, Γκαμπριέλε — (Gabrielle Adorno, μέσα 14ου αι.).Δούκας της Γένοβας (αναφέρεται και ως Αντόρνι). Πήρε μέρος παρασκηνιακά στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν το 1347 στην Κρήτη, με σκοπό να αποσπάσει το νησί από τους Ενετούς και να εγκαθιδρύσει σε αυτό καθεστώς… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Μπιούρεν, Μάρτιν — (Martin Van Buren, 1782 1862). Αμερικανός πολιτικός και πρόεδρος των ΗΠΑ (1837 41). Σπούδασε νομικά και ασχολήθηκε με την πολιτική από αρκετά νωρίς. Εντάχθηκε στο Δημοκρατικό Κόμμα και εξελέγη επανειλημμένα γερουσιαστής. Όταν έγινε πρόεδρος ο… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ζαχάρωφ, Βασίλειος — (Μικρά Ασία 1849 – Μόντε Κάρλο 1936). Έλληνας επιχειρηματίας. Έδρασε κυρίως στην Ευρώπη και απέκτησε τεράστια περιουσία από το εμπόριο όπλων και πετρελαίου. Ήρθε νέος στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του, αρχικά ως διερμηνέας και… …   Dictionary of Greek

  • Κριτόβουλος, Μιχαήλ — (15ος αι.). Βυζαντινός ιστορικός της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης. Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για τη ζωή του, ενώ είναι γνωστό ότι καταγόταν από την Ίμβρο, όπου κατείχε κάποιο πολιτικό αξίωμα και σημαντική περιουσία. Ο ρόλος του κατά τα… …   Dictionary of Greek

  • λόμπι — το (λ. αγγλ.), ομάδα από ισχυρούς παράγοντες που ασκεί παρασκηνιακά πίεση στην κυβέρνηση μιας χώρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”